Ξέρω ένα μέρος μαγεμένο...
Καλοκαίρι 2015, μέσα Αυγούστου, με το θερμόμετρο να έχει βαρέσει κόκκινο και εγώ να ευγνωμονώ για άλλη μια φορά την καλή μου τύχη που με έφερε στο νησί και πλέον χαζεύω θάλασσα αντί για τσιμέντο. Το νησί. Το νησί εδώ και καιρό είναι ένα και ακούει στο όνομα Κρήτη, έχει ξεχωριστή ταυτότητα, τους γλυκύτερους ανθρώπους και τα ομορφότερα τοπία που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς μαζεμένα. Και παραλίες...παραλίες μοναδικές, απ'αυτές που όταν τις δεις μια φορά, μόλις ξαπλώσεις στην άμμο και μυρίσεις την αρμύρα, ερωτεύεσαι και ευθύς αμέσως όλα μοιάζουν λιγότερο σημαντικά μπροστά τους. Το σκηνικό λοιπόν γνώριμο, ξυπνάς στα Χανιά με τη γνωστή παρέα και κάπου ανάμεσα σ' αυτές τις σκέψεις και τις πρώτες καλημέρες, πέφτει η πρόταση για εκδρομή. Το όνομα του προορισμού: Λουτρό. Με ένα γρήγορο ψάξιμο μαθαίνεις ότι πρόκειται για ένα μικρό ψαροχώρι κοντά στα Σφακιά, προσβάσιμο μόνο με καΐκι. Οι πληροφορίες αρκούν και είμαστε ήδη καθ' οδόν.
Μαγιό, πετσέτες, παγωμένοι καφέδες, μια κιθάρα και η καλύτερη παρέα που θα μπορούσε να ζητήσει κανείς. Για πρωινό ένα μίνι road trip, για να διασχίσουμε τα 71 χιλιόμετρα που μας χωρίζουν απ' τα Σφακιά, αποδεικνύεται ο καλύτερος τρόπος για να ξυπνήσεις και το πράγμα φαίνεται απ'την αρχή. Η διαδρομή μοναδική και εκεί που έχεις μείνει άναυδος απ' τις εναλλαγές των τοπίων, πιάνεις τον εαυτό σου να τραγουδάει με ανοιχτά παράθυρα, για να μυρίζεις και Κρήτη. Αλλά δεν τραγουδάς μόνος. Έχεις παρέα, που τραγουδάει ακόμα πιο παράφωνα από σένα και νιώθεις διπλά ευτυχισμένος. Κάπως έτσι, φτάνεις στα Σφακιά και τρέχεις να προλάβεις το καΐκι. Ανεβαίνεις και τώρα φυσάει ένα άλλο αεράκι.
Η πρώτη εικόνα είναι καθηλωτική. Ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στο βουνό, με παραμυθένια, κατάλευκα σπίτια, πνιγμένα στα λουλούδια και μια τέλεια αντίθεση με τα σμαραγδένια νερά της θάλασσας. Κατεβαίνουμε και κυριαρχεί αυτή η ακατανίκητη επιθυμία να δεις κάθε σπιθαμή του χωριού και να γευτείς όσα περισσότερα μπορείς. Προσπερνάμε ταβερνάκια, αυλές σπιτιών βγαλμένες από μια άλλη εποχή και φτάνουμε στην παραλία του χωριού. Και εκεί που συνήθως επικρατεί ο κλασσικός πανζουρλισμός για την ανάδειξη του καλύτερου σημείου για να λιαστούμε, αρκούμαστε στο να αφήσουμε πετσέτες και λοιπά ασήμαντα για την ώρα αντικείμενα σε μια άκρη και να βουτήξουμε στη θάλασσα, για να σβήσει η φωτιά που έχει πάρει η πατούσα απ' το καυτό -αλλά κατά τ' άλλα πανέμορφο- βοτσαλάκι.
Η ώρα περνάει και όσο βραδιάζει αλλάζει το σκηνικό, ο κόσμος λιγοστεύει, η παραλία φωτίζεται μόνο από τα απομακρυσμένα φώτα στις ταβέρνες, κάποιος από την παρέα εμφανίζει τις μπύρες και κάποιος άλλος πιάνει την κιθάρα. Οι πρώτες νότες, τα "κλικ" απ΄τα κουτάκια που ανοίγουν, τα χαμόγελα στα πρόσωπα που έχεις γύρω σου και οι παράφωνες νότες που στα δικά σου αυτιά ισοδυναμούν με την ωραιότερη μελωδία του κόσμου, σε κάνουν να νιώθεις κάτι παραπάνω από ευτυχισμένος.
Λίγα "κλικ" αργότερα, αρχίζουν και οι πρώτες κουβέντες και εκεί που η μουσική χαμηλώνει, ξεκινούν αυτές οι απίστευτες συζητήσεις, που παίρνουν αφορμή από κάτι ασήμαντο και καταλήγεις να μη θυμάσαι πως έφτασες να μιλάς για πράγματα που μέχρι στιγμής δεν ήξερες καν ότι γνωρίζεις. Κλείνεις τα μάτια, παίρνεις δυο βαθιές ανάσες, τα ανοίγεις και -δευτερόλεπτα μετά- συνειδητοποιείς πως έχεις όλα όσα χρειάζεσαι. Μουσική, καλή παρέα, δυο μπύρες και μια θάλασσα αλλιώτικη απ'τις άλλες. Μια θάλασσα Κρητική, που μόλις σε αγγίζει ερωτεύεσαι και πάλι.
"Ευλογημένος τόπος" όπως λέει και μια φίλη μου...
Dimitra Kevopoulou